- πτερόσαυρος
- ο, Ν(παλαιοντ.) ονομασία που δίνεται στα μέλη τής απολιθωμένης τάξης πτεροσαύρια, η οποία περιλαμβάνει τα ιπτάμενα ερπετά τού μεσοζωικού αιώνα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. αγγλ. pterosaur (< πτεροσαύρια*). Η λ. μαρτυρείται από το 1867 στον Δ. Πετρούλια].
Dictionary of Greek. 2013.